Ἤθελα νἄμουν τσέλιγκας
Ἤθελα νἄμουν
τσέλιγκας, νἄμουν κ᾿ ἕνας σκουτέρης,
νὰ πάω νὰ
ζήσω στὸ μαντρί, στὴν ἐρημιά, στὰ δάσα,
νἄχω κοπάδι
πρόβατα, νἄχω κοπάδι γίδια,
κ᾿ ἕνα σωρὸ
μαντρόσκυλα, νἄχω καὶ βοσκοτόπια,
τὸ καλοκαίρι
στὰ βουνά, καὶ τὸν χειμῶ στοὺς κάμπους.
Νἄχω ἀπὸ
πάλιουραν βορὸ καὶ στρούγγα ἀπὸ ροδάμι,
νἄχω καὶ σὲ
ψηλὴν κορφὴ καλύβα ἀπὸ ρουπάκια,
νἄχω μὲ τὰ
βοσκόπουλα σὲ κάθε σκάρον γλέντι,
νἄχω φλογέρα
νὰ λαλῶ, ν᾿ ἀντιλαλοῦν οἱ κάμποι,
νἄχω καὶ
κόρη ὄμορφη, στεφανωτήν μου νἄχω,
νὰ μοῦ
βοηθάει στὸ σάλαγο, νὰ μοῦ βοηθάει στὰ γρέκια,
κι ὄντας θὰ
τὰ σταλίζουμε τὰ δειλινὰ στοὺς ἴσκιους,
στῆς ρεματιᾶς
τὴ χλωρασιὰ μαζί της νὰ πλαγιάζω,
νὰ μὲ
κοιμίζει μὲ φιλιὰ στοὺς δροσερούς της κόρφους
Κώστας
Κρυστάλλης (1868-1894)